- σαρκωματώδης
- -ες, Ναυτός που μοιάζει με σάρκωμα («σαρκωματώδες βλάστημα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρκωμα, -ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Ιω. Ορλάνδο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek